Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Λειχήνωρ
Λειχομύλη
Λειχοπίναξ
Λειχο·μύλη,
ης
(
ἡ
)
[
ῠ
] Lèche-meule,
n. de rat,
Batr.
29
.
Étym.
λείχω, μύλη
.