Λειχομύλη

Λειχοπίναξ

λείχω
Λειχο·πίναξ, ακος () [ῐᾰκ] Lèche-tablette (d’un garde-manger)
1 n. de rat, Batr. 100, 233 ||
2 n. de parasite, Alciphr. 3, 44.
Étym. λείχω, πίναξ.