λεόντειος

Λεοντεύς

λεοντηδόν
Λεοντεύς () Léontée, h. Il. 2, 745 ||
E Gén. épq. Λεοντῆος, Il. 23, 837 ; acc. épq. -ῆα, Il. 12, 130.
Étym. λέων.