λευκότροφος

Λεύκουλλος

λευκοφαής
Λεύκουλλος, ου () = lat. Lucullus, n. d’h. rom. Plut. Cæs. 4, Cam. 19, etc. ; Luc. Macr. 15 ; plur. Λεύκουλλοι, des Lucullus, Plut. Cæs. 15.