Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Λεύκουλλος
λευκοφαής
λευκόφαιος
λευκο·φαής,
ής, ές,
éclatant de blancheur, brillant,
Eur.
I.A.
1054
.
Étym.
λ. φάος
.