Λεωκόραι

Λεωκόριον

Λεωκράτης
Λεωκόριον, ου (τὸ) temple élevé dans le Céramique en l’honneur des filles de Léôs, Thc. 1, 20 ; Dém. 1258, 25 ; 1259, 6.
Étym. Λεωκόραι.