Λυσιμάχη

Λυσιμαχίδης

λυσιμάχιον
Λυσιμαχίδης, ου () [ῡῐᾰῐ] Lysimakhidès, h. Thc. 4, 91 ; DH. Din. 9, etc.
Étym. patr. de Λυσίμαχος.