λυσιμάχη

Λυσιμάχη

Λυσιμαχίδης
Λυσιμάχη, ης () [ῡῐᾰ] Lysimakhè, prêtresse d’Athèna, Plut. M. 534c.
Étym. fém. de Λυσίμαχος.