Μάκαρ

Μακαρεύς

μακαρία
Μακαρεύς, έως () [ᾰᾰ] Makarée, h. Eur. (DH. Rhet. 9, 11) ; acc. plur. Μακαρέας, Plat. Leg. 838c, des hommes comme Makarée.