Μαντινεύς

Μαντινικός

Μάντιος
Μαντινικός, ή, όν [ῐν] de Mantinée, Plat. Conv. 201d, etc. ; ἡ Μαντινική, Thc. 5, 65 ; Xén. Hell. 6, 5, 15 et 17, le territoire de Mantinée.
Étym. Μαντίνεια.