Μαντινεύς
ΜαντινικόςΜαντινεύς, έως
[ῐ] adj.
m. habitant de Mantinée, Th.
H.P. 9, 16,
8 ; Plut. Num. 13, etc. ; οἱ Μαντινέες,
Hdt. 4, 161,
etc. ; οἱ
Μαντινεῖς, Xén. An. 6, 1, 11, etc., anc. att.
Μαντινῆς, Thc.
4, 134, etc.
les Mantinéens.
Étym.
Μαντίνεια.