μαστοειδής

Μαστορίδης

μαστός
Μαστορίδης, ου () [] fils de Mastôr, c. à d. Lykophrôn, Il. 15, 438 ; ou Halitharsès, Od. 2, 158 ; 24, 452.
Étym. Μάστωρ.