μαστόδετον

μαστοειδής

Μαστορίδης
μαστο·ειδής, ής, ές, semblable à un sein, Sosib. (Ath. 115a) ; Arstt. H.A. 4, 4, 19 ; Pol. 5, 70, 6 ; DS. 17, 75.
Étym. μαστός, εἶδος.