μεγαλοπολίτης

Μεγαλοπολίτης

Μεγαλοπολιτικός
Μεγαλοπολίτης, ου [ᾰῑ] adj. m. originaire ou habitant de Mégalopolis, Mégalopolitain, Plut. Cleom. 6, etc. ; οἱ Μεγαλοπολῖται, Xén. Hell. 7, 5, 5, etc. les Mégalopolitains.
Étym. Μεγαλόπολις.