Μελανίππη

Μελανιππίδης

Μελανίππιον
Μελανιππίδης, ου () Mélanippidès, poète dithyrambique, Xén. Mem. 1, 4, 3 ; Arstt. Rhet. 3, 9, etc.
Étym. patr. de Μελάνιππος.