μελανίζω

Μελανίππη

Μελανιππίδης
Μελανίππη, ης () Mélanippè, f. Ar. Th. 547 ; A. Rh. 2, 966 ||
E Dor. Μελανίππα, Ar. l. c.
Étym. fém. de Μελάνιππος.