Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μενεπτόλεμος
Μενεπτόλεμος
Μενέσαιχμος
Μενε·πτόλεμος,
ου
(
ὁ
)
Méneptolémos,
h.
Q. Sm.
1, 405
.
Étym.
v. le préc.