Μενεπτόλεμος

Μενέσαιχμος

Μενεσθεύς
Μενέσ·αιχμος, ου () Ménésækhmos, h. Plut. X orat. Dem. 37.
Étym. μένω, αἰχμή ; cf. Μέναιχμος.