Μεσηνία

Μεσηνιακός

Μεσήνιος
*Μεσηνιακός, seul. Μεσσηνιακός, ή, όν, de Messénie, Arstt. Pol. 5, 7 ; Rhet. 1, 13, etc.
Étym. Μεσηνία.