Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μιλτοκάρηνος
Μιλτοκύθης
μιλτοπάρῃος
Μιλτο·κύθης,
ου
(
ὁ
)
Miltokythès,
h.
Xén.
An.
2, 2, 7 ;
Dém.
655, 1,
etc.
Étym.
μίλτος, κεύθω
.