Μινύας

Μινυάς

Μινύειος
Μινυάς, άδος [ῐᾰδ] adj. f. des Minyes, Anth. App. 9, 32 ; Paus. 9, 5, 9, etc.
Étym. Μινύαι.
Μινυάς, άδος () [ῐᾰδ] au plur. les filles de Minyas, El. V.H. 3, 42.
Étym. Μινύας.