Μυκῆναι

Μυκηναῖος

Μυκήνη
Μυκηναῖος, α, ον [] de Mycène, Il. 15, 638, 643 ; Hdt. 7, 202 ; Thc. 1, 9 ; Soph. El. 161.
Étym. Μυκήνη.