μῆνις

Μῆνις

μηνίσκος
Μῆνις, ιος () Mènis, h. Anth. 7, 540.
Μῆνις, ιδος () Mènis, roi d’Égypte, El. N.A. 11, 10 et 40.
Étym. cf. Μήν et Μηνᾶς.