Ναυσικράτης

Ναυσικύδης

Ναυσιμάχη
Ναυσι·κύδης, ου et ους () [ῐῡ] Nausikydès, h. Ar. Eccl. 426 ; Xén. Mem. 2, 7, 6 ; Plat. Gorg. 487c.
Étym. ν. κῦδος.