Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ναυσικλυτός
Ναυσικράτης
Ναυσικύδης
Ναυσι·κράτης,
ους
(
ὁ
)
[
ᾰ
] Nausikratès,
h.
Dém.
927, 17,
etc.
Étym.
ν. κράτος
.