Νεφελοκοκκυγία

Νεφελοκοκκυγιεύς

νεφελώδης
Νεφελοκοκκυγιεύς, έως () [] habitant de la Ville des Coucous dans les nuages, Ar. Av. 878, 1035.
Étym. Νεφελοκοκκυγία.