Νικομαχίδης

Νικόμαχος

Νικομένης
Νικό·μαχος, ου () [ῑᾰ] Nikomakhos, h. Pd. I. 2, 22 ; Thc. 4, 89 ; Xén. An. 4, 6, 20.
Étym. νικάω, μάχη.