Νικοστράτη

Νικόστρατος

Νικοτέλεια
Νικό·στρατος, ου () [ῑᾰ] Nikostratos, h. Thc. 3, 75 ; Xén. Hell. 2, 4, 6 ; Plat. Ap. 33e, etc.
Étym. νίκη, στρατός.