νικοστράτειος βότρυς

Νικοστράτη

Νικόστρατος
Νικο·στράτη, ης () [ῑᾰ] Nikostratè, f. Plut. Rom. 21 ||
E Dans une inscr. att. Νικοσστράτη, v. Meisterh. p. 69c.