Νικοτέλεια

Νικοτέλης

Νικοφάνης
Νικο·τέλης, ους () [] Nikotélès, h. Call. Ep. 20, 2 ||
E Acc. [] Herm. (Ath. 438c), ou -ην, Anth. 7, 453.
Étym. νίκη, τέλος.