Οἰαγρίδης

Οἰαγρίς

Οἴαγρος
Οἰαγρίς, ίδος, adj. f. d’Œagros : κῶραι Οἰαγρίδες, Mosch. 3, 17, les jeunes filles d’Œagros, c. à d. les Muses.
Étym. Οἴαγρος.