Ὀλυμπίαζε

Ὀλυμπιακός

Ὀλυμπίας ἄνεμος
Ὀλυμπιακός, ή, όν, c. Ὀλυμπικός, Thc. 1, 6, etc. ; Xén. Hell. 7, 4, 14, etc.