Ὀλύμπια

Ὀλυμπίαζε

Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπίαζε, adv. à Olympie, avec mouv. Thc. 3, 8 ; And. 17, 20.
Étym. Ὀλυμπία, -ζε.