Ὀλυμπιηνοί

Ὀλυμπικός

Ὀλυμπικῶς
Ὀλυμπικός, ή, όν, d’Olympie, Hdt. 7, 172 ; Plut. Æmil. 13, etc. ||
E Ion. Οὐλυμπικός, Hdt. l. c.
Étym. Ὀλυμπία.
Ὀλυμπικός, οῦ () Olympikos, h. Anth. 11, 75, etc.
Étym. v. le préc.