Ὀλυμπιεῖον

Ὀλυμπιηνοί

Ὀλυμπικός
*Ὀλυμπιηνοί, ion. Οὐλυμπιηνοί, ῶν (οἱ) habitants de la région du mt Olympe, en Mysie, Hdt. 7, 74.
Étym. Ὄλυμπος.