Ὀλυμπικῶς

Ὀλυμπιόδωρος

Ὀλύμπιον
Ὀλυμπιό·δωρος, ου () Olympiodôros, h. Hdt. 9, 21 ; Plut. Arist. 14, etc.
Étym. Ὀλύμπιος, δῶρον.