Ὀλυμπιόδωρος

Ὀλύμπιον

Ὀλυμπιονίκης
Ὀλύμπιον, ου (τὸ) c. Ὀλυμπιεῖον, Plat. Phædr. 227b ; Arstt. Pol. 5, 9, 4.
Étym. neutre de Ὀλύμπιος.