ὀνομάκλυτος

Ὀνομάκριτος

Ὀνομάντιος
Ὀνομά·κριτος, ου () [] Onomakritos :
1 devin et poète athénien, Hdt. 7, 6 ||
2 autres, Thgn. 503 ; Arstt. Pol. 2, 12 ||
E Ion. Οὐνομάκριτος, Hdt. l. c.
Étym. ὄν. κριτός.