ὀνήσιμος

Ὀνήσιμος

ὀνησίμως
Ὀνήσιμος, ου () Onèsimos, h. Anth. 11, 74, etc. ||
E Dor. Ὀνάσιμος [] Thc. 4, 119.
Étym. cf. le préc.