Ὀρμενίδης

Ὀρμένιος

ὀρμενόεις
Ὀρμένιος, ου () Orménios, h. Nonn. D. 132, 186.
Étym. Ὄρμενος.
Ὀρμένιος, ου, adj. d’Orménos, Anth. App. 25.
Étym. Ὄρμενος.