ὀρσίκτυπος

Ὀρσίλοχος

ὀρσινεφής
Ὀρσί·λοχος, ου () Orsilokhos, h. Il. 5, 542, etc. ; Od. 3, 488, etc. Ar. Lys. 725.
Étym. ὄρνυμι, λόχος.