ὀρσιγύναιξ

ὀρσίκτυπος

Ὀρσίλοχος
ὀρσί·κτυπος, ος, ον [] qui lance le tonnerre (propr. le fracas) Pd. O. 11, 85.
Étym. ὄρνυμι, κτύπος.