ὄρθρος

Ὄρθρος

ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωρος
Ὄρθρος, ου () Orthros, celui qui gardait les troupeaux de Géryonée, Hés. Th. 293, 309, 327, etc.
Étym. v. le préc.