Ὄρθρος

ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωρος

Ὄρθων
ὀρθρο·φοιτο·συκοφαντο·δικο·ταλαίπωρος, ος, ον [ῡῐκᾰ] habitude d’un malheureux qui vient dès le point du jour au tribunal rempli de sycophantes, Ar. Vesp. 505.