Παναχαιά

Παναχαιΐς

Παναχαιοί
Παναχαιΐς, αιΐδος () [ᾰᾰῐδ] s.e. γῆ, l’Achaïe, c. à d. la Grèce tout entière, A. Rh. 1, 243.
Étym. Παναχαιοί.