Παναχαιΐς

Παναχαιοί

Παναχαΐς
Παν·αχαιοί, ῶν (οἱ) [ᾰνᾰχ] tous les Achéens réunis, p. ext. tous les Grecs, Il. 2, 404, etc. ; Od. 1, 239, etc.
Étym. π. Ἀχαιοί.