πάραλος

Πάραλος

παραλούομαι-οῦμαι
Πάραλος, ου () Paralos, h. Plat. Prot. 315a, etc. ; Plut. Per. 24, etc.
Étym. v. le préc.
Πάραλος, ου () v. πάραλος.