παρίαμϐος

Παριανοί

παριαύω
Παριανοί, ῶν (οἱ) les habitants de Parion, Luc. Per. 14 ; El. N.A. 5, 1, etc. ||
E Ion. sg. Παριηνός, Hdt. 5, 138.
Étym. Πάριον.