Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παριαμϐίς
παρίαμϐος
Παριανοί
παρ·ίαμϐος,
ου
(
ὁ
)
autre n. du pied
πυρρίχιος,
A. Quint.
p. 47,
etc.
Étym.
π. ἴαμϐος
.