Φαῖα

Φαίακες

Φαιακίς
Φαίακες, ων (οἱ) [] les Phéaciens, pple myth. de l’î. de Σχερία, Od. 5, 35 ; 6, 195, etc. ; Thc. 1, 25, etc. ||
E Ion. Φαίηκες, Od. ll. cc. ; dat. Φαίηξιν, Od. 7, 62 ; épq. Φαιήκεσσι, Od. 6, 241, 270 ; 7, 11 ; 8, 21, etc.